- ἠνεμοέσσας
- ἠνεμοέσσᾱς , ἠνεμόειςwindyfem acc plἠνεμοέσσᾱς , ἠνεμόειςwindyfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηνεμόεις — ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα 3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός 4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις» … Dictionary of Greek